- μελαγκρήπῑς
- μελαγ-κρήπῑς, ῑδος, mit schwarzer Grundlage, schwarzen Schuhen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαγκρήπις — μελαγκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο κρήπις)] … Dictionary of Greek
μελαγκρήπιδα — μελαγκρήπις with black shoes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκρήπιδες — μελαγκρήπις with black shoes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκρήπιδος — μελαγκρήπις with black shoes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek